προαποφασίζω — Ν αποφασίζω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαναψηφίζω — Α αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων, προαποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ψηφίζω] … Dictionary of Greek
προκρίνω — ΝΜΑ 1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.) 2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω νεοελλ. αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον… … Dictionary of Greek
προορίζω — ΝΜΑ [ὁρίζω] ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) ||… … Dictionary of Greek
προκρίνω — πρόκρινα, προκρίθηκα, προκριμένος 1. κρίνω από πριν, προαποφασίζω. 2. προτιμώ, εκλέγω, διαλέγω: Προκρίνω το ταξίδι με το αεροπλάνο κι όχι με τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)